- κρουαζιέρα
- η(λ. γαλλ.), τουριστικό ταξίδι με πλοίο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρουαζιέρα — η τουριστικό ταξίδι με ειδικό πλοίο που περιπλέει διάφορα μέρη και αγκυροβολεί σε ορισμένα λιμάνια («κρουαζιέρα στη Μεσόγειο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croisiere < γαλλ. croiser «περιπλέω» < γαλλ. croix «σταυρός» < λατ. crux «σταυρός»] … Dictionary of Greek
Nikos Tsiforos — Νίκος Τσιφόρος Born 1912 Alexandria, Egypt Died 1970 Athens, Greece Occupation Screenwriter Film director Years active … Wikipedia
κρουαζιερόπλοιο — το ειδικό πλοίο με το οποίο γίνονται κρουαζιέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κρουαζιέρα + πλοίο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. croiser] … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ζαραμπούκα, Σοφία — (Αθήνα 1939 –). Λογοτέχνης και εικονογράφος. Έγραψε κυρίως παιδικές ιστορίες και παραμύθια, ενώ σημαντικό είναι και το έργο της στον χώρο της διασκευής μύθων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και των κωμωδιών του Αριστοφάνη Βάτραχοι, Ειρήνη,… … Dictionary of Greek
γιοτ — το (λ. αγγλ.), πολυτελές σκάφος αναψυχής, η θαλαμηγός: Έκαναν με το γιοτ κρουαζιέρα στην Καραϊβική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυλώνω — ναύλωσα, ναυλώθηκα, ναυλωμένος 1. για ιδιοκτήτη πλοίου, παραχωρώ τη χρήση πλοίου με πληρωμή, εκμισθώνω πλοίο. 2. για ναυλωτές, παίρνω πλοίο, μισθώνω πλοίο με ναύλο: Ναυλώσαμε ένα πλοίο για κρουαζιέρα στα νησιά του Αιγαίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)